- αὐχηματίας
- αὐχηματίᾱς , αὐχηματίαςboastermasc acc plαὐχηματίᾱς , αὐχηματίαςboastermasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυχηματίας — αὐχηματίας, ο (Μ) [αύχημα] καυχησιάρης, αλαζόνας … Dictionary of Greek
αὐχηματίαι — αὐχηματίας boaster masc nom/voc pl αὐχηματίᾱͅ , αὐχηματίας boaster masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχηματίαν — αὐχηματίᾱν , αὐχηματίας boaster masc acc sg (attic epic doric aeolic) αὐχηματίας boaster masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)